συγκρούσει

συγκρούσει
σύγκρουσις
collision
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
συγκρούσεϊ , σύγκρουσις
collision
fem dat sg (epic)
σύγκρουσις
collision
fem dat sg (attic ionic)
συγκρούω
strike together
aor subj act 3rd sg (epic)
συγκρούω
strike together
fut ind mid 2nd sg
συγκρούω
strike together
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρασύνθημα — το, ΝΑ νεοελλ. 1. στρ. η δεύτερη από δύο προκαθορισμένες λέξεις που αποτελούν το πλήρες σύνθημα και χρησιμοποιούνται για την αναγνώριση τού αξιωματικού ή υπαξιωματικού που ενεργεί έφοδο για έλεγχο τών φυλακίων 2. ναυτ. προσυμφωνημένο μυστικό σήμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”